-
1 κιμάς
[кимас] ουσ. а. фарш,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κιμάς
-
2 фарш
фарш м 1) (мясной) о κιμάς 2) (начинка) το γέμισμα, η γέμιση* * *м1) ( мясной) ο κιμάς2) ( начинка) το γέμισμα, η γέμιση -
3 фарш
фаршм1. ὁ κιμάς:рыбный \фарш κιμάς ἀπό ψάρι·2. (начинка) τό (παρα)γέμισμα. -
4 фарш
-а α.1. ο κιμάς•говяжий фарш βοδινός κιμάς.
2. παραγέμισμα•колбса с чесночным -ем σαλάμι με τριμμένο σκόρδο.
-
5 фарш
пищ. о κιμάς, το κομμένο και αλεσμένο κρέαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фарш
-
6 фарш
[φάρς] ουσ α. κιμάς -
7 фарш
[φάρς] ουσ α κιμάς -
8 начиночный
επ. (μαγρ.) του παράγεμίσματος•-ое мясо κρέας για παραγέμισμα (κιμάς).
См. также в других словарях:
κιμάς — ο 1. κρέας αλεσμένο με ειδική μηχανή ή ψιλοκομμένο με ειδικό μαχαίρι 2. φρ. «θα τόν κάνω κιμά όταν τόν δω» θα τόν χτυπήσω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kiyma] … Dictionary of Greek
κιμάς — ο (λ. τουρκ.), ψιλοκομμένο κρέας ώστε ν αποτελεί πολτώδη μάζα: Αγόρασα κιμά για να φτιάξουμε μπιφτέκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιμαδιάζω — [κιμάς] 1. κόβω σε ειδική μηχανή ή με ειδικό μαχαίρι το κρέας ώστε να γίνει κιμάς 2. μτφ. κατακρεουργώ («θά σέ κιμαδιάσει όταν σέ δει, είναι εξαγριωμένος μαζί σου») … Dictionary of Greek
κιιντίζω — κόβω το κρέας ώστε να γίνει κιμάς, λειανίζω, κιμαδιάζω το κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αορ. kiydim τού τουρκ. ρ. kiymak «κόβω, λειανίζω»] … Dictionary of Greek
μοσχαρίσιος, -ια, -ιο — αυτός που προέρχεται από μοσχάρι, μόσχο: Μοσχαρίσιος κιμάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)